- πυρίκαυτος
- πυρίκαυτοςburnt in firemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυρίκαυτος — ον, Α βλ. πυρίκαυστος … Dictionary of Greek
πυρίκαυτον — πυρίκαυτος burnt in fire masc/fem acc sg πυρίκαυτος burnt in fire neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρικαύτοις — πυρίκαυτος burnt in fire masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρικαύτου — πυρίκαυτος burnt in fire masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρικαύτων — πυρίκαυτος burnt in fire masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίκαυτα — πυρίκαυτος burnt in fire neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίκαυστος — η, ο / πυρίκαυστος, ον, ΝΜΑ, και πυρίκαυτος, ον, Α 1. αυτός που, έχει καεί στη φωτιά 2. αυτός που προξενείται από τη φωτιά («φλυκταινίδες ὥσπερ πυρίκαυστοι», Ιπποκρ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το πυρίκαυστο έμπλαστρο ή αλοιφή για καμμένο τμήμα τού… … Dictionary of Greek
ՀՐԱՅՐԵԱՑ — (եցի, ցաց.) NBH 2 0133 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 10c, 11c ա. πυρούμενος ardens πυρίκαυτος igni exustus. Այրեցեալ եւ կիզեալ հրով, կամ վառեալ հրով. շանթացեալ. *Երկինք՝ հրայրեացք լուծանիցին. ՟Բ. Պետ. ՟Գ. 12:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)